- ὀλιγαρτία
- ὀλιγαρτίᾱ , ὀλιγαρτίαscarcity of breadfem nom/voc/acc dualὀλιγαρτίᾱ , ὀλιγαρτίαscarcity of breadfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγαρτία — ὀλιγαρτία, ἡ (Α) έλλειψη άρτου («ὀλιγαρτία ἔνδεια τοῡ σίτου», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἄρτος] … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek